Η επιβολή περιορισμών και ελέγχων στις κινήσεις των πολιτών, καθώς και το ενδεχόμενο εντατικοποίησης τους, ως αποτέλεσμα της ανάγκης παρακολούθησης της διασυνοριακής κίνησης, συνέπεια της πανδημίας, βρέθηκαν στο επίκεντρο της τρίτης διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσαν το Ερευνητικό και Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Κύπρου (ΕΕΙΚ/CREF) και το Ινστιτούτο Κύπρου (ΙΚυ), με θέμα: «Δημοκρατία, Ιδιωτικότητα και Ανθρώπινα Δικαιώματα σε Περιόδους Κρίσης».
Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία και ευρεία συμμετοχή του κοινού μέσω ερωτήσεων, την Τετάρτη, 1η Ιουλίου και σε αυτή συμμετείχαν οι Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, Ακαδημαϊκός, Καθηγητής Ιδιωτικού και Δημοσίου Δικαίου και Πρόεδρος Τμήματος Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Παύλος Ελευθεριάδης, Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης και Λίλιαν Μήτρου, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και Πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Ιδιωτικότητα, τα Προσωπικά Δεδομένα και την Τεχνολογία (European Public Law Organisation). Τη συζήτηση συντόνισε ο Ακαδημαϊκός και Καθηγητής Κώστας N. Παπανικόλας, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Κύπρου.
Μεταξύ άλλων εξετάστηκαν οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται για την Δημοκρατία, την ιδιωτικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα από την παρακολούθηση των πολιτών, με τη συγκατάθεση τους ή όχι, από κρατικές και μη αρχές στην προσπάθεια προστασίας της δημόσιας υγείας.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στα αναγκαία μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, τα οποία αν και θεσπίστηκαν αρχικά με τις καλύτερες προθέσεις, θα μπορούσαν εν τέλει να υποσκάψουν τα πολύτιμα αγαθά της ιδιωτικότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ευρύτερα των δημοκρατικών θεσμών. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση της Καθηγήτριας Λίλιαν Μήτρου, η οποία τόνισε πως όσο μεγαλύτερη είναι η επέμβαση στα δικαιώματα, τόσο πιο ισχυρή θα πρέπει να είναι η εγγύηση που θα την συνοδεύει. Δηλαδή δεν θα πρέπει, είπε, να υπάρχει μόνο ο παράγοντας της διαφάνειας, αλλά και να διευκρινίζεται η πεποίθηση ότι η επέμβαση αυτή θα αποτελεί προσωρινό μέτρο, που αποσκοπεί μόνο στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κρίσης, και δεν θα εγκαθιδρυθεί ως βασικό μοντέλο επιτήρησης.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Καθηγητής Παύλος Ελευθεριάδης, ο οποίος υπέδειξε ότι χρειαζόμαστε απόλυτη διαφάνεια, εμπιστοσύνη, γερούς θεσμούς καθώς ισχυρές και συγκεκριμένες εγγυήσεις σε ενδεχόμενο αναζωπύρωσης ή παρόμοιας κρίσης. Και αυτό γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά, παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο, οι κυβερνήσεις να προβούν στη λήψη αυστηρότερων μέτρων από όσα χρειάζονται, διότι ο κίνδυνος μπροστά μας είναι εντελώς ασαφής. Κάτι τέτοιο, συμπλήρωσε, μπορεί να προκαλέσει κοινωνικό πανικό, γι’ αυτό και θα πρέπει να υπάρξει ποσοτικοποίηση του προβλήματος ώστε να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι – ίσως μέσω της σύστασης μιας ειδικής επιτροπής στη Βουλή κάθε κράτους – που θα είναι υπεύθυνη να επικοινωνεί την κατάσταση και θα προστατεύει την ιδιωτικότητα των πολιτών.
Στη δική του τοποθέτηση ο Καθηγητής Αχιλλέας Αιμιλιανίδης αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την πανδημική κρίση, στη βάση των ισχυόντων συνταγμάτων, τονίζοντας παράλληλα ότι ενδεχόμενη κήρυξη έκτακτης ανάγκης, θα πρέπει να αφορά την αναστολή και όχι τον περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μάλιστα επισήμανε πως εάν υπάρξει δεύτερο κύμα της πανδημίας ή παρόμοια κρίση, θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις οι οποίες θα πληρούν την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ περιορισμού δικαιωμάτων και κινδύνων και να βρίσκονται απαραίτητα εντός των συνταγματικών ορίων. Τέλος, υπογράμμισε ότι η ευθύνη των αποφάσεων ανήκει πάντα στην πολιτική εξουσία, η οποία λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική γνώση και άποψη σταθμίζει τους κινδύνους από την εκάστοτε κρίση και τις επιπτώσεις της λήψης διαφόρων μέτρων.
Σημειώνεται ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές εντάσσονται στο πλαίσιο της σειράς διαδικτυακών συζητήσεων «Με την Ματιά της Επιστήμης», με θέματα που απασχολούν την επιστημονική κοινότητα και την κοινωνία ευρύτερα. Ο πρώτος κύκλος συζητήσεων πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών και το Δίκτυο ΠΡΑΞΗ. Η σειρά συζητήσεων έχει χορηγούς το Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΙδΕΚ) και τη Φαρμακοβιομηχανία Medochemie.